- ιμείρομαι
- 2442 ἱμείρομαι{гл., 1}желать, стремиться, жаждать (1Фес. 2:8).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
ἱμείρομαι — ἱ̱μείρομαι , ἱμείρω long for aor subj mid 1st sg (epic) ἱ̱μείρομαι , ἱμείρω long for pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek
μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… … Dictionary of Greek
ομείρομαι — ὁμείρομαι και ὀμείρομαι (Α) επιθυμώ, ποθώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η διόρθωση τού τ. σε ἱμείρομαι δεν γίνεται αποδεκτή] … Dictionary of Greek
ՑԱՆԿԱՄ — (ացայ, կա՛ կամ կացի՛ր.) NBH 2 0908 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 13c չ. ՑԱՆԿԱՄ կամ ՑԱՆԿԱՆԱՄ. ἑπιθυμέω, ποθέω, ἑράω, ἰμείρομαι եւն. concupisco, desidero, cupio, opto. գրի եւ ՑԱՆԳԱԼ, ՑԱՆԳԱՆԱԼ. Ցանկ կամ ʼի սպառ բերիլ սրտիւ առ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՑԱՆԿԱՆԱՄ — (ացայ, կա՛ կամ կացի՛ր.) NBH 2 0908 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 13c չ. ՑԱՆԿԱՄ կամ ՑԱՆԿԱՆԱՄ. ἑπιθυμέω , ποθέω, ἑράω, ἰμείρομαι եւն. concupisco, desidero, cupio, opto. գրի եւ ՑԱՆԳԱԼ, ՑԱՆԳԱՆԱԼ. Ցանկ կամ ʼի սպառ բերիլ սրտիւ առ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)